καταπλέω — κατέπλευσα και κατάπλευσα, πλέω προς το λιμάνι, προσορμίζομαι: Κατέπλευσαν στο λιμάνι δύο αμερικάνικα υποβρύχια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπλέω — καταπλέω, κατέπλευσα βλ. πίν. 42 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής